Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Θεόφιλος Γκωτιέ, Η ιστορία της μούμιας.


Ατμόπλοιο στο Νείλο, τέλος 19ου αιώνα.



David Roberts, Καρνάκ.


"Προαισθάνομαι πως θα βρούμε ασύλητο τάφο στην κοιλάδα του Μπιμπάν ελ Μολούκ, έλεγε σε ένα νεαρό Άγγλο με υπεροπτικό παρουσιαστικό, ένα άτομο πολύ πιο ταπεινό στην όψη, ενώ σκούπιζε με ένα μεγάλο μαντίλι με μπλε καρεδάκια το φαλακρό του κεφάλι που γυάλιζε από τον ιδρώτα, λες και ήταν πλασμένο από πορώδη άργιλο και το είχαν γεμίσει νερό, σαν να ήταν νεροκάνατο από τις Θήβες.

-Είθε να σας ακούσει ο Όσιρις, απάντησε στο Γερμανό δόκτορα ο νεαρός λόρδος, αυτή την επίκληση μπορούμε να λάβουμε το θάρρος να την κάνουμε, εδώ, απέναντι στην αρχαία μεγάλη Διόσπολη, αλλά έχουμε κιόλας απογοητευτεί πάμπολλες φορές. Παντού, μας είχαν προφτάσει οι κυνηγοί θησαυρών.

-Έναν τάφο, που να μην τον έχουν ανασκάψει ούτε οι Ποιμενικοί Βασιλείς, ούτε οι Μήδοι του Καμβύση, ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Ρωμαίοι, ούτε οι Άραβες, που θα μας χαρίσει τα άθικτα πλούτη του και το παρθένο μυστήριό του, συνέχισε ο ιδρωμένος λόγιος, με έναν ενθουσιασμό που έκανε τα μάτια του να λάμπουν πίσω από τα μπλε τζάμια των γυαλιών του.

-Και περί του οποίου θα δημοσιεύσετε μια περισπούδαστη διατριβή, που θα σας χαρίσει στην επιστήμη μια θέση δίπλα στους Σαμπολιόν, στους Ροσελίνι, στους Γουίλκινσον, τους Λέψιους και τους Μπελζόνι, είπε ο νεαρός λόρδος.

-Θα σας την αφιερώσω, μιλόρδε, θα σας την αφιερώσω γιατί δίχως εσάς, που μου φερθήκατε με βασιλική γενναιοδωρία δε θα είχα μπορέσει να επιβεβαιώσω τις θεωρίες μου βλέποντας τα ίδια τα μνημεία, και θα πέθαινα στη μικρή μου πόλη στη Γερμανία δίχως να έχω ατενίσει τα θαύματα τούτης της αρχαίας γης, απάντησε συγκινημένος ο σοφός.

Αυτή η συζήτηση γινόταν κοντά στο Νείλο, στην είσοδο της κοιλάδας του Μπιμπάν ελ-Μολούκ, ανάμεσα στο λόρδο Εβανταίηλ, που ίππευε ένα αραβικό άτι, και το δόκτορα Ρούμφιους, κουρνιασμένο δίχως τόσο μεγάλες αξιώσεις πάνω σε ένα γάιδαρο, που τα ισχνά του καπούλια τα ράβδιζε ένας φελλάχος. Η μικρή λέμβος, που είχε μεταφέρει ως εδώ τους δύο ταξιδιώτες και θα τους χρησίμευε ως κατάλυμα κατά την παραμονή τους, ήταν δεμένη στην άλλη πλευρά του Νείλου, μπροστά στο χωριό Λούξορ, με ανεβασμένα τα κουπιά και τα μεγάλα τριγωνικά πανιά της μαζεμένα και δεμένα στις αντένες."


Απόσπασμα από Θεόφιλος Γκωτιέ, Η ιστορία της μούμιας, Εκδόσεις Καλέντης [Μεταφραστής Πάρις Μπουρλάκης], Αθήνα 1990, σελ. 9-10.