Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΑ - Αιγυπτιολογία αρχαία και σύγχρονη [MΕΡΟΣ Α]


Άγαλμα του Αμένοφι Γ΄. Δυτικές Θήβες.

"Οι πρώτοι συγγραφείς που έδωσαν στους συμπατριώτες τους λεπτομερείς περιγραφές της Αιγύπτου και των Αιγυπτίων ήταν δύο Έλληνες από πόλεις της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας. Εκεί, στην Ιωνία του 6ου αιώνα π.Χ. κατοικούσε μια ανθρώπινη φυλή πιο διψασμένη για γνώση από οποιονδήποτε άλλο λαό είχε μέχρι τότε υπάρξει στη γη. Υπήρχαν όμως και ειδικοί λόγοι για τους οποίους η περιέργειά τους είχε στραφεί ειδικά προς την Αίγυπτο. Πριν από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., Ίωνες και Κάρες υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στο στρατό του Σαίτη βασιλιά Ψαμμήτιχου Α΄, ο οποίος τότε αγωνιζόταν να επεκτείνει την κυριαρχία του σε ολόκληρη την κοιλάδα του Νείλου.
Έμποροι και απλοί ταξιδιώτες αναμφίβολα ακολουθούσαν τα βήματα των πολεμιστών και γύρισαν στο σπίτι τους φέρνοντας πολλές ιστορίες για παράξενα πράγματα που είδαν και έμαθαν σε μια χώρα τόσο διαφορετική από τη δική τους. Θα εξέπληξαν τους ακροατές τους μιλώντας τους για μια χώρα όπου δεν έβρεχε σχεδόν ποτέ και τα ποτάμια λιπαίνονταν από την ετήσια πλημμύρα ενός μεγάλου ποταμού. Έφταναν στην Αίγυπτο με την πεποίθηση ότι εκεί θα έβρισκαν μέρη αντίστοιχα με αυτά που τους ήταν οικεία στη δική τους πατρίδα, και πολλά από τα ονόματα που έδωσαν σε μέρη και διάφορα πράγματα που συναντούσαν έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Φτάνοντας από τη θάλασσα βρίσκονταν σε μια τεράστια τριγωνική έκταση έκταση που τους θύμιζε το τέταρτο γράμμα του αλφαβήτου τους. Όταν πήγαιναν στην κορυφή του Δέλτα έφταναν στη μεγάλη πόλη της Μέμφιδας, ένα άλλο όνομα της οποίας – Χικουπτάχ, «Κατοικία της Ψυχής του (θεού) Πταχ» - ίσως έδωσε στον Όμηρο τη λέξη Αίγυπτος, την οποία χρησιμοποιεί για να περιγράψει και τον ποταμό Νείλο και τη χώρα που αυτός αρδεύει. Στη Μέμφιδα οι επισκέπτες έμεναν έκθαμβοι από τις γιγαντιαίες κατασκευές, τις οποίες αστειζόμενοι αποκαλούσαν πυραμίδες, δηλαδή σταρένια γλυκίσματα. Στην κοντινή Ηλιούπολη το θαυμασμό τους προκαλούσαν αυτοί οι ψηλοί μονόλιθοι από γρανίτη, για τους οποίους δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν κανένα καλύτερο όνομα από το οβελίσκοι, δηλαδή μικρές σούβλες. Καθώς ανέβαιναν το Νείλο, κοντά σε μια διώρυγα που οδηγούσε στη λίμνη Μοίριδα, το σημερινό Φαγιούμ, τους έδειχναν ένα μεγάλο κτήριο με πολλά δωμάτια το οποίο, τους έλεγαν, είχε χτιστεί για να γίνει τάφος ενός βασιλιά Λάμαρη ή Λάβαρη, που τώρα είναι γνωστός ως Αμμένεμης Γ΄ της 12ης Δυναστείας. Αυτό το κτήριο το θεώρησαν ένα δεύτερο λαβύρινθο, ένα αντίγραφο του μπερδεμένου οικοδομήματος που σχεδιάστηκε από τον ιδιοφυή Κρητικό Δαίδαλο. Νοτιότερα έφταναν σε μια σημαντική πόλη, το αιγυπτιακό όνομα της οποίας έδειχνε ότι ήταν το ισοδύναμο της Αβύδου που βρίσκεται στον Ελλήσποντο. Συνεχίζοντας την πορεία αντίθετα προς το ρεύμα, έβρισκαν μια μεγάλη πόλη της οποίας οι πολλοί πυλώνες έδειχναν ότι δεν ήταν άλλη από τις «εκατοντάπυλες Θήβες» της Ιλιάδας. Ακριβώς απέναντι, στην άλλη όχθη του Νείλου, στο χείλος της δυτικής ερήμου βρίσκονταν ναοί που τους είχαν χτίσει κάποιοι, τα ονόματα των οποίων θύμιζαν όπως και στην περίπτωση ενός μεγάλου ναού στην Άβυδο, το όνομα του Αιθίοπα ήρωα Μέμνονα, που σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα μπροστά στα τείχη της Τροίας. Προφανώς όλα αυτά τα μνημεία έπρεπε να αποδοθούν στο Μέμνονα. Αλλά η πιο αλλόκοτη φαντασίωση των Ιώνων ταξιδιωτών ήταν ότι οι θεοί και οι θεές που λάτρευαν οι Αιγύπτιοι δεν ήταν άλλοι από τους δικούς τους θεούς". [ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Απόσπασμα από Sir Alan Gardiner, Η Αίγυπτος των φαραώ. Μια εισαγωγή, Εκδόσεις Φόρμιγξ, Αθήνα 1996, σελ. 17-8. [Μεταφραστής: Δημ. Ν. Παυλάκης]

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

The Role of Noble Women in Egypt`s foreign relations from the times of Thutmosis III to the times of Ramesses II

I) References:
a. Sources: Amarna Leters, Bogazkoy archives, Commemorative Scarabs, Pharaonic inscriptions (eg. The Marriage Stela of Ramesses II)
Description and Chronology.
b. Royal names and Identities: Egyptian and foreign names (eg. Queens Tiye, Dahamunzu, Nefertari, Tuya, princesses Meritaten-Mayati, Tadukhepa, and others).
c. Cases of References:
Ø In a standard wish in letters.
Ø In cases of marriage for political reasons.
Ø Participation in politics.
Ø Greetings (Nefertari and Tuya)
Ø Others (eg. ´Servant of Mayati`)
So: 1. Egyptian Noble Ladies are referred :
- As senders of diplomatic letters.
- As receivers of diplomatic letters.
- In general references in political power or action.
- One case of diplomatic marriage (Dahamunzu) and two hypothetical.
2. Foreign Royal Ladies are referred:
- As to get married to a Pharaoh.
- As senders of diplomatic letters.
- As receivers of diplomatic letters.
- Some indirect references (queen Juni, wife of Tushratta).

II) Commentary on the References: what do they show?
(eg. Participation only, participation and action, and if there is action, how it is expressed? consultancy, marriage etc.)

Points of commentary:

Why these Egyptian noble ladies and not all of them? Do they have anything in common in their aspect of Queenship?
- did they were allowed to participate anyway, as their foreign partners did the same? ( difference of Tiye to Nefertari)
- only because it is the only data we have? What do we know about other queens?
Royal Marriages:
a. of Egyptian women.
- What is the general rule for Egyptian women?
- The Hypothetical case of Niqmaddu of Ugarit (´vase de Marriage`)
- The Dahammunzu case.
Ø Textual evidence: what the texts say, problems interpretation of an event in later times in ´Deeds…`.
Ø What does it make the difference in this case?
To understand that, the actual period and the exact person must be known (Ankhesenamun, Nefertiti or Meritaten?).
b. of foreign women.
- did they themselves had any action in the arrangement of a marriage?
- What was their place in the royal palace?
- The case of dowry. The economical role of a royal marriage. In which extent did the dowry come to the royal harim? Did the Queen of Egypt have any participation to the arrangements?

Zeta Xekalaki, Ph.D Egyptology

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009


Λεπτομέρεια από πίνακα του Angelleli. H γαλλο-τοσκανική αποστολή στην Αίγυπτο. Διακρίνεται καθιστός στο κέντρο, με γενιάδα, ο J.-F. Champollion.

ΓΛΩΣΣΑ - Champollion, o πατέρας της Αιγυπτιολογίας και η αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών


Η σελίδα 6 από τον πρώτο τόμο της Description de l´Egypte

Mια από τις πιο παράξενες συνέπειες των ναπολεόντειων περιπετειών ήταν το ότι τράβηξαν την προσοχή φιλοπερίεργων πνευμάτων για την αιγυπτιακή Εγγύς Ανατολή. Μπορεί να πει κανείς, χωρίς υπερβολή, πως η νέα ανακάλυψη της αρχαίας Αιγύπτου χρονολογείται από την Περιγραφή της Αιγύπτου (Description de l’Egypte) που δημοσίευσαν το 1809 τα μέλη του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος του 1798. Το θαυμαστό αυτό έργο έφερε καινούργιο υλικό την ίδια στιγμή που το ρομαντικό κίνημα έμελλε να ξαναφέρει στη μόδα την κλίση για το παρελθόν και την Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο που ο Delacroix, o Byron, o Lamartine, για να αναφέρουμε μόνον αυτούς, είναι σύγχρονοι του Champollion και τους τράβηξε, όπως κι αυτόν, η Ανατολή. Εννοείται, βέβαια, πως δεν αρκούσε το ότι οι περιστάσεις ήταν ευνοικές και το ότι η θαυμάσια και υπομονετική εργασία των επιστημόνων της γαλλικής Αποστολής της Αιγύπτου είχε συναθροίσει όλο το αναγκαίο για την ανακάλυψη υλικό. Χρειαζόταν και η μεγαλοφυία. Την απαραίτητη αυτή σπίθα διέθετε ο Champollion. Από τη νεαρή του ηλικία παθιάζεται για την Αίγυπτο. Μαθαίνει με μανία καθετί που μπορεί, ακόμη κι από μακριά, να κατευνάσει το πάθος που τον βασανίζει: να γνωρίσει την ιστορία της Αιγύπτου. Η κλασική του κατάρτιση του επέτρεπε να έχει πρόσβαση στις ελληνικές και λατινικές πηγές. Σ’αυτήν προσθέτει με διαρκή μόχθο, εξειδικευμένες γνώσεις που τις θεωρεί χρήσιμες: τον 17ο αιώνα ένας Ιησουίτης, ο πατήρ Kircher, απέδειξε πως τα κλασικά αιγυπτιακά επιβίωσαν μέσα στα κοπτικά, γλώσσα που τη μιλούσαν ακόμα στον καιρό του οι μοναχοί της Αιγύπτου (οι μοναχοί θα εξακολουθήσουν να τη χρησιμοποιούν ως τον 19ο αιώνα). Ο Champollion μαθαίνει, λοιπόν, τα κοπτικά, προσθέτει σε αυτά τη μελέτη των αραβικών, των εβραικών: μήπως η Αίγυπτος δεν κατέχεται από έναν αραβόγλωσσο πληθυσμό; Μήπως η Βίβλος δεν είναι μία από τις μεγάλες πηγές της ιστορίας της Αιγύπτου; Για να προσφέρει περισσότερα, προσθέτει σ’αυτά τη μελέτη των συριακών, των αιθιοπικών, των «χαλδαικών» (αραμαικών). Είναι, στο εξής, εξοπλισμένος για να προσεγγίσει το κύριο πρόβλημα : την αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών.
Κάποιος Γάλλος αξιωματικός του Βοναπάρτη είχε ανακαλύψει στο Δέλτα του Νείλου έναν ογκόλιθο από μαύρο βασάλτη, χαραγμένο μ’ένα κείμενο γραμμένο σε τρεις διαφορετικές γραφές. Ο ογκόλιθος αυτός, γνωστός με την ονομασία στήλη της Ροζέττας, από τον τόπο στον οποίο είχε ανακαλυφθεί, είχε δημοσιευτεί μέσα στην Περιγραφή της Αιγύπτου. Ο επιστημονικός κόσμος είχε ενδιαφερθεί αμέσως γι’αυτήν εξαιτίας της σπουδαιότητάς της. Πράγματι, από τις τρεις γραφές που είχαν χρησιμοποιηθεί, η μία συγκροτούνταν από εικονιστικά σημεία, ίδια με εκείνα που μπορούσε κανείς να δει πάνω στα αιγυπτιακά μνημεία που σώζονταν ακόμα, ήταν η γραφή που από την εποχή του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα την αποκαλούσαν ιερογλυφική (ιεροί χαρακτήρες). Η άλλη, τέλος, που είχε πολύ διαφορετική όψη, και αναλογίες με την αραβική, έπρεπε να ήταν η δημοτική (κοινή), η επισεσυρμένη γραφή που χρησιμοποιούσαν στα λαϊκά έγγραφα. Παραδέχτηκαν αμέσως, και δικαιολογημένα, πως το ιερογλυφικό και το δημοτικό κείμενο μετέφραζαν το ελληνικό κείμενο. Το πρόβλημα φαινόταν απλό: με δεδομένο ένα γνωστό κείμενο, μεταφρασμένο σε μια άγνωστη γλώσσα, να αποκρυπτογραφηθεί η γλώσσα αυτή, δηλαδή: να ξαναβρεθεί η θέση των λέξεων (καθώς τα αιγυπτιακά κείμενα, ακριβώς άλλωστε όπως και το ελληνικό κείμενο, δεν χώριζαν μεταξύ τους τις λέξεις), η σημασία τους, η γραμματική τους λειτουργία. Τα καλύτερα μυαλά της εποχής απέτυχαν, ωστόσο, μπροστά σ’αυτό το τόσο εύκολο φαινομενικά, πρόβλημα. Πρέπει άλλωστε να προσθέσουμε πως το πρόβλημα δεν έμπαινε με τόσον απλό τρόπο όπως το παρουσιάσαμε. Η αρχή της ιερογλυφικής επιγραφής ήταν σπασμένη και δεν ήξεραν πόσες σειρές έλειπαν, μόνο το δημοτικό κείμενο ήταν ακέραιο. Ο Akerblad και ο Sylvestre de Sacy καταπιάστηκαν, λοιπόν, αρχικά με αυτό το τελευταίο, πέτυχαν να εντοπίσουν τη θέση των ονομάτων του Πτολεμαίου μέσα στο κείμενο, αλλά δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν περισσότερο. Ο Young, ο περίφημος Άγγλος γιατρός και φυσικός, προσέγγισε το ιερογλυφικό κείμενο, κατάφερε και αυτός να προσδιορίσει τη θέση του ονόματος του Πτολεμαίου και, χρησιμοποιώντας τους ήχους που είχε πιστέψει πως μπόρεσε να απομονώσει έτσι, προσπάθησε να διαβάσει την υπόλοιπη επιγραφή, μα δεν μπόρεσε να το καταφέρει. Ήταν η στιγμή της επέμβασης του Champollion. Eίχε παρακολουθήσει με πάθος τις έρευνες των προδρόμων του. Στην πραγματικότητα, αυτοί είχαν σταματήσει εξαιτίας ενός μεθοδολογικού ζητήματος. Ήταν τα αιγυπτιακά γραφή ιδειγραφική, όπου κάθε σημείο απεικονίζει μια ιδέα, ή φωνητική, όπου κάθε σημείο παριστάνει έναν ήχο, όπως στις νεότερες γλώσσες μας. Και ποιον ήχο. Αλφαβητικό ή συλλαβικό. Ο ίδιος ο Champollion δίστασε για πολύ. Ανακάλυψε πρώτα ότι, όπως στα εβραικά και στα αρχαία αραβικά, ήταν γραμμένα μόνο τα σύμφωνα. Τα φωνήεντα είχαν παραλειφθεί, δεν είχαμε επομένως παρά τον σκελετό των λέξεων. Ξαφνικά από την πολλή ψηλάφηση και το στριφογύρισμα του προβλήματος στο μυαλό του, διέβλεψε την αλήθεια. Το αιγυπτιακό κείμενο εμπεριείχε, προφανώς, λαμβάνοντας υπόψη τον ακρωτηριασμό του, πολύ περισσότερα σημεία από το ελληνικό κείμενο, έπρεπε πριν από όλα να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο. Ο Champollion κατάλαβε ξαφνικά πως αυτή η υπεραφθονία σημείων οφειλόταν στο γεγονός ότι τα αιγυπτιακά ήταν συγχρόνως ιδεογραφικά και φωνητικά. Με άλλα λόγια εμπεριείχαν σημεία που διαβάζονταν και άλλα που δεν διαβάζονταν, και που βρίσκονταν εκεί μόνο για να διευκρινίσουν τη σημασία της λέξης. Εφαρμόζοντας τα ευρήματά του, ο Champollion διάβασε καταρχήν όλα τα ονόματα των Ελλήνων ηγεμόνων που ήταν μεταφρασμένα στα αιγυπτιακά, έπειτα, σε λίγο, καταπιάστηκε με τις καθαυτό αιγυπτιακές λέξεις. Με στήριγμά του τη γνώση που είχε της κοπτικής γλώσσας, όχι μόνο διάβασε πάνω σε ένα άλλο μνημείο το περίφημο όνομα του Ραμσή, αλλά και το κατάλαβε: «Ο Ρα [ο βασιλιάς ήλιος] τον γέννησε.» Το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει, καταλάβαινε τα ιερογλυφικά (1822). Από τη στιγμή εκείνη, μέσα σε μία απαράμιλλη ζέση εργασίας, προσπάθησε και καταπιάστηκε με όλα τα αιγυπτιακά κείμενα που μπόρεσε να βρει, και κάθε φορά ξεπερνούσε όλες τις δυσκολίες. Το 1832, δέκα χρόνια ύστερα από την αρχική του ανακάλυψη, έγραφε μια γραμματική της αιγυπτιακής γλώσσας και άρχιζε ένα λεξικό. Κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στην Αίγυπτο είχε συγκεντρώσει τη θαυμάσια σειρά του των Μνημείων της Αιγύπτου και της Νουβίας [Monuments de l’Egypte et de la Nubie] και ετοιμαζόταν να αντλήσει από την εργασία του ένα μάθημα για το Κολλέγιο της Γαλλίας [Collège de France], όταν πέθανε, σαρανταδύο χρονών, εξαντλημένος από τη θαυμαστή προσπάθεια που μόλις πριν λίγο είχε καταβάλλει.

Βιβλιογραφία ειδικά για την αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών: Lettre à M. Dacier, relative à l’alphabet des hiéroglyphes phonétiques, par M. Champollion le Jeune, A fontfroide, Bibliothèque artistique et littéraire, MCM.LXXX.IX. (1839). H επανέκδοσή του πραγματοποιήθηκε το 1988 στο Montpellier σε συνδυασμό με το άρθρο του καθηγητή και επιστημονικού διευθυντή του γαλλο-αιγυπτιακού κέντρου των ναών του Καρνάκ, Jean-Claude Goyon, με τίτλο La bataille des hiéroglyphes.

Απόσπασμα από Jean Vercoutter, Η Αρχαία Αίγυπτος, Εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Σειρά «Τι ξέρω», Αθήνα 1994, σελ. 13-17. [Μεταφράστρια Αριστέα Παρίση].