Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Η αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών. Η στήλη της Ροζέττας και η έρευνα πριν και μετά τον Champollion.


Σελίδα από τη Αιγυπτιακή Γραμματική του Champollion, 1836.

Την αληθινή αναγέννηση της φαραωνικής Αιγύπτου τη χρωστάμε σε ανθρώπους όπως ο λοχαγός Bouchard. Ένας αδέξιος καλπασμός του αλόγου του πάνω σε μια «κακοτοποθετημένη» πλάκα, που εξείχε μέσα από την άμμο στα περίχωρα της Ροζέττας, στάθηκε η αφορμή για την αποκρυπτογράφηση της ιερογλυφικής γραφής των αρχαίων Αιγυπτίων. Τι πραγματικά ήταν όμως αυτή η περίφημη στήλη που ονομάστηκε ακολούθως «της Ροζέττας», από το όνομα της παρακείμενης πόλης του αιγυπτιακού Δέλτα; Τι πραγματικά περιείχε το επαναλαμβανόμενο τρεις φορές κείμενό της; Ποια η ανάγκη να γραφούν τρεις φορές τα ίδια πράγματα; Στις δύο διαλέκτους της Αιγύπτου των Πτολεμαίων, δηλαδή την ιερογλυφική και τη δημώδη και στη γλώσσα των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την ελληνική;
Η ιερατική σύνοδος στη Μέμφιδα προς τιμήν του Πτολεμαίου του Ε΄ του Επιφανούς (196 π.Χ.) αποτέλεσε για την ανθρωπότητα τη μεγάλη ευκαιρία να διαβαστούν τα περίεργα αυτά σχέδια αποτελούμενα από ανθρώπινες μορφές, ζώα, πουλιά και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους και να γίνουν πλέον αντιληπτά ως ένα ενιαίο σώμα, ως μια αληθινή, εκφραστική, ζωντανή γλώσσα που συνέθεσε ποιήματα για την ομορφιά του Νείλου και τον έρωτα και δημιούργησε αβίαστα σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά είδη εκπέμποντας τους φθόγγους της στις πιο εκφραστικές φόρμες του ανθρώπινου στοχασμού.
Τα αποτελέσματα της «Αποστολής της Αιγύπτου» είναι γνωστά. Η στήλη της Ροζέττας υφαρπάχθη από τους Άγγλους από την οικία του στρατηγού Μenou στην Αλεξάνδρεια και μεταφέρθηκε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα. Οι Γάλλοι, αν και εκείνοι την ανακάλυψαν, το μόνο που πρόφτασαν ήταν να αντιγράψουν με ακρίβεια τις επιγραφές.
Ο περίφημος Ανατολιστής Silvestre de Sacy ρίχτηκε στη μελέτη της ελληνικής πλευράς του κειμένου της στήλης, εξάλλου μόνον αυτή μπορούσε να διαβάσει. Μέσα από το ελληνικό κείμενο άρχισαν να εμφανίζονται τα ονόματα των Πτολεμαίων, της Κλεοπάτρας και ο Γάλλος πείστηκε ότι το αντίστοιχο θα το έβρισκε στο κείμενο της δημώδους γραφής. Η απουσία μεθόδου όμως τον κατέβαλε και έτσι μετέθεσε το πρόβλημα στο Σουηδό αρχαιολόγο Jean-David Akerblad ο οποίος ήταν γνώστης και της κοπτικής γλώσσας η οποία φάνηκε να αποτελεί το κλειδί για το ξεκλείδωμα της γλώσσας των φαραώ. Ο Σουηδός αναγνώρισε και ταύτισε εικοσιεννέα σημεία δημώδη χάρη στην εκπληκτική ομοιότητά τους με τα αντίστοιχα κοπτικά, τα οποία είχαν από καιρό διαβαστεί. Το βήμα είχε γίνει, πάλι όμως έλειπε κάτι ουσιώδες. Η βεβαιότητα των μέχρι τότε μελετητών ότι πρόκειται για μια γλώσσα που στηριζόταν αποκλειστικά σε ένα απλό αλφάβητο απέκλειε τις περαιτέρω δυνατότητες ανάγνωσης. Η διαμάχη μεταξύ Άγγλων και Γάλλων, πλέον σε επιστημονικό επίπεδο, καλά κρατούσε. Στο Λονδίνο, η Στήλη της Ροζέττας κρατούσε με τη σειρά της, καλά το μυστικό της. Η παρουσία της και μόνο ερέθιζε τα διψασμένα μυαλά των επιστημόνων της εποχής. Μια μεγάλη μορφή της επιστήμης, ο Thomas Young, έβαλε ως σκοπό να λύσει το μυστήριο. Το 1815 στο έργο του «Remarks on Egyptian Papyri and on the inscription of Rosetta» πρώτος αυτός αντιλαμβάνεται ότι τα ονόματα που περικλείονταν μέσα σε δέλτους αποτελούσαν ένα βασιλικό όνομα –Πτολεμαίος, Βερενίκη, Κλεοπάτρα- και αντιστοιχίζονταν επακριβώς στα ονόματα του ελληνικού κειμένου. Έκανε όμως και ένα βήμα παραπέρα. Κατάλαβε ότι υπήρχε ένα αλφάβητο και ότι τα σημεία του αντιστοιχούσαν σε ήχους. Έκανε όμως το λάθος όχι απλώς να μην αντιληφθεί, αλλά και να απορρίψει την πιθανότητα ενός πιο σύνθετου συστήματος γλώσσας –όπως είναι η ιερογλυφική- συνδυάζοντας τα σημεία-ήχους με τα σημεία-ιδέες. Έτσι περιόρισε τους ήχους των σημείων μόνο στα σημεία που αποτελούσαν τα βασιλικά ονόματα. Τα λάθη δεν άργησαν να ακολουθήσουν το ένα το άλλο. Για παράδειγμα εκεί που ο Βρετανός έγραφε «Αρσινόη», το ιερογλυφικό κείμενο έδινε στην πραγματικότητα «Καίσαρ».
Είχε έρθει η ώρα του νεαρού Champollion, ο οποίος σε ηλικία 18 ετών δίδασκε ήδη την κοπτική γλώσσα. Πατώντας στα επιτεύγματα των προηγουμένων ερευνητών, ο Γάλλος «καταβρόχθιζε» οτιδήποτε περνούσε από τα μάτια του και περιείχε ιερογλυφική γραφή ή ακόμη ιερατική και δημώδη. Οι πηγές του ήταν τα μεγάλα μουσεία που εφοδιάζονταν ασταμάτητα με αιγυπτιακές αρχαιότητες, αποτέλεσμα της φρενήρους ανταγωνιστικής διάθεσης των Γενικών Προξένων των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Αγγλίας και της Γαλλίας, να επιβάλλουν την ισχύ τους στην αιγυπτιακή επικράτεια.

Βασίλης Χρυσικόπουλος

1 σχόλιο:

  1. Καλησπέρα κύριε Χρυσικόπουλε, παρακολουθώ την δουλειά σας εδώ και καιρό. Καλή συνέχεια.

    Marsia Bealby
    PhD student
    University of Birmingham UK

    ΥΓ: το διδακτορικό μου είναι κατά ένα μέρος αιγυπτιολογικο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή